- ενοχλούμαι
- ενοχλούμαι, ενοχλήθηκα, ενοχλημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἐνοχλοῦμαι — ἐνοχλέω trouble pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐνοχλέω trouble pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγίζω — 1. επιθέτω, ακουμπώ απαλά τα δάχτυλά μου κάπου, ψαύω 2. θίγω, πειράζω, ενοχλώ 3. συγκινώ 4. προσεγγίζω, πλησιάζω 5. ακουμπώ, άπτομαι 6. ψηλαφώ, εξετάζω 7. δοκιμάζω, γεύομαι 8. μέσ. θυμώνω, ενοχλούμαι, πειράζομαι 9. παθ. προσβάλλομαι από σοβαρή… … Dictionary of Greek
εγκίνυμαι — ἐγκίνυμαι (Α) ταράσσομαι, ενοχλούμαι … Dictionary of Greek
θορυβάζομαι — (Α) [θόρυβος] θορυβούμαι, ενοχλούμαι, ταράζομαι, ανησυχώ («μεριμνᾷς καὶ θορυβάζῃ περὶ πολλά», ΚΔ) … Dictionary of Greek
κλουβιάζω — και κλουβιαίνω [κλούβιος] 1. (για τα αβγά) γίνομαι κλούβιος ή μπαγιάτικος, χαλώ («πέταξα πέντε αβγά γιατί κλούβιασαν») 2. καθιστώ κάποιαν ή κάτι κλούβιο 3. γίνομαι ανόητος, μωραίνω («γέρασε και κλούβιανε») 4. μέσ. κλουβιάζομαι (για τα πτηνά)… … Dictionary of Greek
κορίσκομαι — (Α) 1. γεμίζω μέχρι κόρου («κορίσκονται πολλῆς ὑγρασίης», Ιπποκρ.) 2. ενοχλούμαι, δυσαρεστούμαι, παροργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ενεστωτικός τ. τού κορέννυμι*, σχηματισμένος επίσης υποχωρητ. από το θ. κορ ε σ τού αορ.] … Dictionary of Greek
μυωπίζω — (ΑΜ) [μύωψ (II)] 1. (για ζώο) κεντώ με το σπιρούνι («μυωπίζειν τε καὶ μαστιγοῡν τὸν ἵππον», Ξεν.) 2. μτφ. παρακινώ, ερεθίζω, υποκινώ κάποιον έντονα αρχ. (το παθ.) μυωπίζομαι (για το άλογο και το βόδι) ενοχλούμαι, ερεθίζομαι από τον οίστρο,… … Dictionary of Greek
ξαίνω — (ΑΜ ξαίνω) (σχετικά με έριο ή λινάρι) χτενίζω για να τό καταστήσω κατάλληλο για κλώσιμο, λαναρίζω («εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι», Ομ. Οδ.) νεοελλ. παροιμ. α) «ξαίνει, ξαίνει η παπαδιά, κι ο παπάς ξεβράκωτος» λέγεται για εκείνους που … Dictionary of Greek
ξενοπαθώ — ξενοπαθῶ, έω (Α) ενοχλούμαι από κάτι παράξενο και ασυνήθιστο («ὥσπερ οἱ πῶλοι τοὺς συνήθεις ἐπιβάτας ποθοῡντες, ἐὰν ἄλλον φέρωσι, πτύρονται και ξενοπαθοῡσι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + παθῶ (< παθής < πάθος), πρβλ. δεινο παθώ] … Dictionary of Greek
ξεροβήχω — 1. βήχω χωρίς να βγάζω φλέγματα, ενοχλούμαι από ξερό βήχα 2. βήχω επίτηδες για να προκαλέσω την προσοχή κάποιου ή για να επισημάνω κάτι σε κάποιον («από την πόρτα σου περνώ, βήχω και ξεροβήχω...») … Dictionary of Greek